-
1 πεπαρρησιασμένα
παρρησιάζομαιspeak freely: perf part mp neut nom /voc /acc plπεπαρρησιασμένᾱ, παρρησιάζομαιspeak freely: perf part mp fem nom /voc /acc dualπεπαρρησιασμένᾱ, παρρησιάζομαιspeak freely: perf part mp fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 παρρησιαζομαι
(fut. παρρησιάσομαι, aor. ἐπαρρησιασάμην; pf. pass. πεπαρρησίασμαι) говорить откровенно или смело, быть прямодушным(τινί τι и περί τινος, πρός τινα Plat.; πολλὰ κατά τινος Polyb.; ἃ γιγνώσκω πάνθ΄ ἁπλῶς πεπαρρησίασμαι Dem.)
τὰ πεπαρρησιασμένα Isocr. — свободные высказывания;παρρησιασάμενοι εἶπον NT. — они смело сказали -
3 παρρησιάζομαι
A , etc. (butπαρρησιασθήσομαι LXX Jb.22.26
): [tense] aor.ἐπαρρησιασάμην Isoc.11.1
, dub. in Aeschin.1.80 : [tense] pf.(v.infr.): used only in Prose:—speak freely, openly, Pl.Grg. 487d ; τι ib. 491e, cf. Aeschin. l.c. ; , etc. ;τινὶ περί τινος Id.Chrm. 156a
, D.18.177 ;πολλὰ κατά τινος Plb. 12.13.8
: [tense] pf. πεπαρρησίασμαι in act. sense, ἂ γιγνώσκω πάνθ' ἁπλῶς.. πεπ. D.4.51, cf. Plb. l.c. ; but τὰ πεπαρρησιασμένα in pass. sense, free expressions, Isoc.15.10 ;- ασμέναι φωναί Phld.Lib.p.4
O.:—once in [voice] Act., ib.p.58 O.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρρησιάζομαι
См. также в других словарях:
πεπαρρησιασμένα — παρρησιάζομαι speak freely perf part mp neut nom/voc/acc pl πεπαρρησιασμένᾱ , παρρησιάζομαι speak freely perf part mp fem nom/voc/acc dual πεπαρρησιασμένᾱ , παρρησιάζομαι speak freely perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)